- κατωμοτικός
- κατωμοτικός, -ή, -όν (Μ) [κατώμοτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καταφατικό όρκο, σε αντιδιαστολή με το απωμοτικός («ἀπωμοτικὸν μὲν τὸ μά, κατωμοτικὸν δὲ τὸ νή», Ευστ.).επίρρ...κατωμοτικώς (ΑΜ)(για όρκο) με καταφατικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.