κατωμοτικός

κατωμοτικός
κατωμοτικός, -ή, -όν (Μ) [κατώμοτος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καταφατικό όρκο, σε αντιδιαστολή με το απωμοτικός («ἀπωμοτικὸν μὲν τὸ μά, κατωμοτικὸν δὲ τὸ νή», Ευστ.).
επίρρ...
κατωμοτικώς (ΑΜ)
(για όρκο) με καταφατικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατωμοτικά — κατωμοτικός of neut nom/voc/acc pl κατωμοτικά̱ , κατωμοτικός of fem nom/voc/acc dual κατωμοτικά̱ , κατωμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμοτικόν — κατωμοτικός of masc acc sg κατωμοτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμοτικοῖς — κατωμοτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμοτικοῦ — κατωμοτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμοτικῶς — κατωμοτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμοτικῷ — κατωμοτικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”